- νευροσπαστώ
- νευροσπαστῶ, -έω (Α) [νευρόσπαστος]1. θέτω κάτι σε κίνηση με χορδές2. μτφ. κινώ κάτι σπασμωδικά, χρησιμοποιώ κάτι ως νευρόσπαστο («ἡ φαντασία σύρει ἡμᾱς καὶ νευροσπαστεῑ πρὸς αὐτήν», Πορφ.)3. παθ. νευροσπαστοῡμαι, -έομαι(για πτηνό) συλλαμβάνομαι με βρόχο, με σχοινί.
Dictionary of Greek. 2013.